- γρηγορώ
- (ε) αμετ. быть бдительным, быть начеку; стоять на страже
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρηγορώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γρηγορώ — (AM γρηγορῶ, έω) 1. μένω άγρυπνος 2. φρουρώ, προσέχω άγρυπνα («φύλακες, γρηγορείτε») μσν. νεοελλ. βιάζομαι, σπεύδω νεοελλ. φρ. «γρηγορώ τη στράτα» συντομεύω, επιταχύνω τον δρόμο μσν. 1. ξυπνάω 2. επανακτώ τις αισθήσεις, συνέρχομαι 3. επαναφέρω… … Dictionary of Greek
γρηγορώ — γρηγόρησα, είμαι σε εγρήγορση, επαγρυπνώ: Φρουροί γρηγορείτε! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρηγορῶ — γρηγορέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) γρηγορέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρηγόρησις — γρηγόρησις, η (Α) [γρηγορώ] εγρήγορση, επαγρύπνηση … Dictionary of Greek
ευγρηγόρησις — εὐγρηγόρησις, ἡ (Α) το να βρίσκεται κανείς σε εγρήγορση, να φροντίζει άγρυπνα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρηγόρησις «το να είναι κανείς άγρυπνος» (< γρηγορώ «αγρυπνώ»] … Dictionary of Greek
προγρηγορώ — έω, Α βρίσκομαι σε εγρήγορση, αγρυπνώ από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γρηγορῶ «βρίσκομαι σε εγρήγορση»] … Dictionary of Greek
συγγρηγορώ — έω, Μ βρίσκομαι σε εγρήγορση, αγρυπνώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γρηγορῶ «μένω άγρυπνος, φρουρώ»] … Dictionary of Greek